dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίρρημα
διεθνώς
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
international
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίρρημα
διεθνώς
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
weltweit
Ⓦ
Ⓖ
…