dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
διγαμία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Bigamie
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
διγαμία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Doppelehe
Ⓦ
Ⓖ
…