dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
διαχωριστικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einander ausschließend
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
διαχωριστικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
disjunktiv
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
διαχωριστικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
spaltend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
διαχωριστικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
trennend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
διαχωριστικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unterbrochen
Ⓦ
Ⓖ
…