dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
διαχειμάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
überwintern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διαχειμάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Winterschlaf halten
Ⓦ
Ⓖ
…