dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
διαφωτιστικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufklärend
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
διαφωτιστικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufschlussreich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
διαφωτιστικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erhellend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
διαφωτιστικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erläuternd
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
διαφωτιστικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Erläuterungs-
Ⓦ
Ⓖ
…