dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
διασταυρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kreuzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διασταυρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
queren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διασταυρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
überqueren
Ⓦ
Ⓖ
…