dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
διαλλακτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
belastbar
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
διαλλακτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
versöhnlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
διαλλακτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kompromissbereit
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)