dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
το
διακύβευμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
aufs Spiel setzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
διακύβευμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Risiko
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
διακύβευμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Wagnis
Ⓦ
Ⓖ
…