dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
διακόπτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schalter
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
διακόπτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Lichtschalter
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
διακόπτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Umschalter
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
διακόπτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Druckschalter
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
διακόπτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Regler
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
διακόπτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Unterbrecher
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)