dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
διακριτικότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Diskretion
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
διακριτικότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Subtilität
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
διακριτικότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Taktgefühl
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
διακριτικότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Feingefühl
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
διακριτικότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Takt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
διακριτικότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Rücksichtnahme
Ⓦ
Ⓖ
…