dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
διακλάδωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Verzweigung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
διακλάδωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Abzweigung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
διακλάδωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Nebenanschluss
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
διακλάδωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Verästelung
Ⓦ
Ⓖ
…