dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
διακεκριμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
auffallend
Ⓦ
Ⓖ
…
διακεκριμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausgezeichnet
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
διακεκριμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bevorzugt
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
διακεκριμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
prominent
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
διακεκριμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
markant
Ⓦ
Ⓖ
…
!
διακεκριμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hervorragend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
διακεκριμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verschieden
Ⓦ
Ⓖ
…