dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
διαισθάνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ein Vorgefühl haben
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
διαισθάνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
spüren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
διαισθάνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ahnen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
διαισθάνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verspüren
Ⓦ
Ⓖ
…