dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
διαγωγή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Führung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
διαγωγή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Benehmen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
διαγωγή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Gebaren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
διαγωγή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Betragen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
διαγωγή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Verhalten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
διαγωγή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Aufführung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
διαγωγή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Führungszeugnis
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
διαγωγή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Lebensführung
Ⓦ
Ⓖ
…