dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
διαίσθηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Gefühl
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
διαίσθηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Intuition
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
διαίσθηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ahnung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
διαίσθηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Vorahnung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
διαίσθηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Eingebung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
διαίσθηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Gespür
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
διαίσθηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Vorgefühl
Ⓦ
Ⓖ
…