dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
διάφραγμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Membran
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
διάφραγμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Blende
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
διάφραγμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Zwerchfell
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
διάφραγμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Diaphragma
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
διάφραγμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Scheidewand
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
διάφραγμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Trennwand
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
διάφραγμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Zwischenwand
Ⓦ
Ⓖ
…