dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
δεύτερος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zweite
Ⓦ
Ⓖ
…
Αριθμός
δεύτερος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sekundär
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
δεύτερος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zweiter
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Αριθμός
δεύτερος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zweites
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
δεύτερος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zweitrangig
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)