dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
δείγμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Muster
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
δείγμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Probe
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
δείγμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Zeichen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
δείγμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Blankett
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
δείγμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Stichprobe
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)