dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
δασώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufforsten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
δασώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bewalden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
δασώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich bewalden
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)