dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
δασονόμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Försterin
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
δασονόμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Waldhüter
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
δασονόμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Förster
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
δασονόμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Forstmann
Ⓦ
Ⓖ
…