dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
δασκαλίστικος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kleinlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
δασκαλίστικος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schulmäßig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
δασκαλίστικος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
genau
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
δασκαλίστικος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
spitzfindig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
δασκαλίστικος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
pedantisch
Ⓦ
Ⓖ
…