dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
δακρυσμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
tränend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
δακρυσμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unter Tränen
Ⓦ
Ⓖ
…