dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
δίπτυχον
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Flügelaltar
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
δίπτυχον
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Schreibtafel
Ⓦ
Ⓖ
…