dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
δέσμιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gefesselt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
δέσμιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Gefangene
Ⓦ
Ⓖ
…