dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
γύρη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Blütenstaub
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
γύρη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Blütenpollen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
γύρη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Pollen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)