dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
γόπα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Kippe
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
γόπα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Zigarettenstummel
Ⓦ
Ⓖ
…