dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
γυναικολόγος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Frauenarzt
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
γυναικολόγος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Gynäkologe
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
γυναικολόγος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Frauenärztin
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
γυναικολόγος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Gynäkologin
Ⓦ
Ⓖ
…