dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
γραμματοκομιστής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Bote
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
γραμματοκομιστής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Kurier
Ⓦ
Ⓖ
…