dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
γλείφω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lecken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
γλείφω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lutschen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
γλείφω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schlecken
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)