dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
γενέτειρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Erzeugerin
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
γενέτειρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Heimatland
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
γενέτειρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Geburtsort
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
γενέτειρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Geburtsstadt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
γενέτειρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Heimat
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
γενέτειρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Heimatstadt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
γενέτειρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Mutter
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)