dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
γαργαλιστικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kitzelnd
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
γαργαλιστικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verlockend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
γαργαλιστικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufregend
Ⓦ
Ⓖ
…