dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
γαργαλητό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Kitzel
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
γαργαλητό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Kitzeln
Ⓦ
Ⓖ
…