dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
γαργαλίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kitzeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
γαργαλίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
reizen
Ⓦ
Ⓖ
…