dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
γαλοπούλα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Pute
Ⓦ
Ⓖ
…
γαλοπούλα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Truthahn
Ⓦ
Ⓖ
…