dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
βρώμικος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
dreckig
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
βρώμικος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schmutzig
Ⓦ
Ⓖ
…