dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
βουλιμία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Freßsucht
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
βουλιμία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Gier
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
βουλιμία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Verlangen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
βουλιμία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Bulimie
Ⓦ
Ⓖ
…