dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
βλασφημία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Fluch
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
βλασφημία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Gotteslästerung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
Βλασφημία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Lästerung
Ⓦ
Ⓖ
…