dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
βελτιστοποίηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Optimierung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
βελτιστοποίηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Maximierung
Ⓦ
Ⓖ
…