dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
βίαιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gewalttätig
Ⓦ
Ⓖ
…
βίαιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gewaltsam
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
βίαιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
heftig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
βίαιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vehement
Ⓦ
Ⓖ
…
!
βίαιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
brutal
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
βίαιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
handgreiflich
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)