dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
βέβαιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sicher
Ⓦ
Ⓖ
…
βέβαιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gewiss
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)