dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
αχνάρι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Spur
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
αχνάρι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Fußspur
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
αχνάρι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Schnittmuster
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
αχνάρι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Vorlage
Ⓦ
Ⓖ
…