dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
αφύπνιση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Erweckung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αφύπνιση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Erwachen
Ⓦ
Ⓖ
…