dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
αφομοίωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Assimilation
Ⓦ
Ⓖ
…
αφομοίωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Angleichung
Ⓦ
Ⓖ
…
αφομοίωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Anpassung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)