dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
αφηνιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einen Rappel haben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αφηνιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
außer sich geraten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αφηνιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
durchgehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αφηνιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wild werden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αφηνιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
scheuen
Ⓦ
Ⓖ
…