dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
αυτοϊκανοποιούμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich befriedigen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αυτοϊκανοποιούμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich selbst befriedigen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αυτοϊκανοποιούμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
onanieren
Ⓦ
Ⓖ
…