dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
αυτοϊκανοποίηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Selbstgenügsamkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αυτοϊκανοποίηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Selbstbefriedigung
Ⓦ
Ⓖ
…