dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
ασφαλισμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
versichert
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
ασφαλισμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Versicherte
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ασφαλισμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Versicherter
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)