dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
αστικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
städtisch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αστικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bürgerlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αστικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Stadt-
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αστικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
urban
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αστικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Zivil-
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αστικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zivilrechtlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)