dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
αστικοποίηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Verstädterung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αστικοποίηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Urbanisierung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)