dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
αστερίσκος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Sternchen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
αστερίσκος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Stern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
αστερίσκος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Sternzeichen
Ⓦ
Ⓖ
…